Βασική επιδίωξη των κατοίκων των μικρών νησιωτικών κοινωνιών για την επίτευξη της βιωσιμότητάς τους, δεδομένης και της απόστασης από πηγές αγαθών, ήταν η δημιουργία κοινοτήτων αυτάρκειας. Οι πρακτικές που χρησιμοποιούσαν αφορούσαν τόσο στην παραγωγή των απαραίτητων για την επιβίωσή τους αγαθών (τροφή), όσο και στον τρόπο οικοδόμησης. Έτσι, τα χρησιμοποιούμενα για τη δόμηση υλικά προέρχονταν από την παριανή γη και ο τρόπος με τον οποίο θα απέδιδαν καλύτερα τον σκοπό τους, αναπτύχθηκε μέσα σε χιλιετίες πρακτικών δοκιμής και πλάνης.
Πέτρα: Διαθέσιμη παντού στο νησί ή από τα τοπικά λατομεία, δύο ήταν τα είδη που χρησιμοποιούνταν στις δομικές κατασκευές. Ο τοπικός σχιστόλιθος (κοινώς ψαρόπλακα), που χρησίμευε επίσης στις επιστρώσεις των δαπέδων και το μάρμαρο.
Χώμα: Το αργιλώδες χώμα του νησιού και το κοκκινόχωμα, χρησιμοποιήθηκε στις τοιχοποιίες ως συνδετικό κονίαμα σε μορφή λάσπης μαζί με άχυρο ή τρίχες από ζώα. Πιο σπάνια, χρησιμοποιούσαν και πορσελάνη σε σκόνη που έφερναν και από τη Σαντορίνη.
Ξυλεία: Η διαθέσιμη ξυλεία στο νησί ήταν και είναι περιορισμένη, ενώ αυτή που εισαγόταν στο νησί, ήταν ακριβή και χρησιμοποιούνταν κυρίως από εύπορους κατοίκους. Έτσι, ως συνήθη δομικά υλικά, χρησιμοποιούσαν κυρίως ξυλεία από κυπαρίσσια ή κέδρους (φίδες) και καλάμια. Το περιορισμένο μήκος της διαθέσιμης τοπικής ξυλείας καθόρισε το πλάτος των υποκείμενων χώρων, επηρεάζοντας το σύνολο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας, κυρίως όσον αφορά στην κλίμακα των κτηριακών μονάδων, άρα στην κλίμακα της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής γενικότερα. Τα κτήρια αποτελούνται από σύνθεση ορθογωνικών όγκων περιορισμένων διαστάσεων, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα (τα κτήρια και οι οικισμοί), δομή σύνολα με «ανθρώπινη κλίμακα» και οικεία αίσθηση.
Όλα τα δομικά μέρη των κτηρίων της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής αποτελούνταν από συνδυασμούς των παραπάνω βασικών δομικών υλικών.
Οι φέρουσες τοιχοποιίες των κτηρίων (είτε εξωτερικοί τοίχοι, είτε εσωτερικοί) ήταν λιθοδομή από τοπικό σχιστολιθικό λίθο σε συνδυασμό, ενίοτε, με μάρμαρο. Η οριζοντιότητα του λίθου και το πάχος της τοιχοποιίας κατά τη χρήση του σχιστόλιθου, ο οποίος είναι αρκετά εύθραυστος ως δομικό υλικό, βοηθούσε στην ενίσχυση της αντοχής του. Οι τοίχοι που δεν έφεραν φορτία, κατασκευάζονταν από δυο καλαμωτές, αντικρυστά δεμένες πάνω σε κατακόρυφα καδρόνια, οι οποίες επιχρίονταν εξωτερικά (με σοβά), αποκτώντας τελικό πάχος περίπου 15 εκατοστών (μπαγδατί).
Τα επιχρίσματα, αποτελούνταν από ασβέστη και χώμα και ήταν απαραίτητα για την προστασία της τοιχοποιίας από την υγρασία, τα ζωύφια και τα φυτά. Οι κατοικίες επιχρίονταν πάντα τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, ενώ συναντάμε και ανεπίχριστες εξωτερικά τοιχοποιίες, στα κτίσματα της υπαίθρου.
Τα πατώματα αποτελούνταν αρχικά από πατημένο χώμα και με την πάροδο του χρόνου χρησιμοποιήθηκαν ψαρόπλακες και πατητή τσιμεντοκονία.
Το 2013 στο πλαίσιο της εικαστικής έκθεσης του φεστιβάλ “Διαδρομές στη Μάρπησσα”, η Άντα Αναστασέα εμπνευσμένη από τις διηγήσεις των κατοίκων της Μάρπησσας και την περιγραφή του τρόπου που διακοσμούσαν το χωμάτινο πάτωμα δημιούργησε το έργο “Πάτωση”, το οποίο παρουσιάστηκε στο τέλος του ίδιου έτους στην 4η Μπιενάλε Αθήνας AGORA.
Η ίδια περιγράφει: Το χωμάτινο πάτωμα, είναι μια τεχνική, η οποία δεν εφαρμόζεται πια στην Πάρο καθόλου, έχει σταματήσει από τη δεκαετία του 1960 πάνω κάτω. Λίγοι είναι που θυμούνται να περιγράψουν τον τρόπο κατασκευής. Πλησίασα κάποιους από αυτούς, για να μάθω λεπτομέρειες. Μερικοί δε, επειδή έχουν συνδυάσει εκείνη την εποχή του χωμάτινου πατώματος με δυσκολίες και φτώχια, δεν ενθουσιάστηκαν καθόλου με τέτοιες αναμνήσεις. Ένας κύριος με αναστάτωση μου είπε: «Τι θέλεις, να μας γυρίσεις πίσω στην κατοχή;», πρέπει να ήταν παιδί στον πόλεμο. Άλλοι πάλι με περιέργεια και ενδιαφέρον για το έργο που θέλω να φτιάξω, μου περιέγραψαν τις αναμνήσεις τους, ήταν μικρά παιδιά και παρακολουθούσαν τις μανάδες τους. Όλοι αντιμετώπισαν τη διαδικασία με καλή διάθεση και τους ευχαριστώ.
Τα δώματα, στην κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, είναι μεικτή κατασκευή και αποτελούνται από στρώσεις υλικών. Η στήριξη της κατασκευής γίνεται σε ξύλινες δοκούς από κυπαρισσόξυλα ή φίδες, στερεωμένα στην λιθοδομή. Επάνω, στρωνόταν επιφάνεια από καλάμια ή λεπτά ξύλα η οποία αποτελούσε την επιφάνεια της οροφής του χώρου. Πάνω από τα καλάμια, μια στρώση 5-10 εκ. φυκιού, χρησίμευε για θερμομόνωση και τέλος δύο στρώσεις χώματος, η πρώτη παχύτερη από πατημένο κοκκινόχωμα και η δεύτερη λεπτότερη από αργιλόχωμα, καλά κυλινδρωμένο και μπιλιασμένο, ώστε να λειτουργεί ως υγρομόνωση.
Πηγές
Αρχείο Σωματείου «Διαδρομές στη Μάρπησσα».
Αναστασέα, Α. (2013) «Πάτωση», Μάρπησσα, Αύγουστος 2013. Διαθέσιμο στο: adaanastasea.blogspot.com [15/12/2020]
Δημητρόπουλος, Δ. (2003), «Αστικές Λειτουργίες στις Νησιωτικές Κοινωνίες των Κυκλάδων (17ος – αρχές 19ου αιώνα)», Επιστημονικό Συμπόσιο – Ελληνικός Αστικός Χώρος, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
Κατραμαδάκη, Α. (2015) Σύγχρονες Μεταφράσεις της Ανώνυμης Αρχιτεκτονικής στη μεταπολεμική Ελλάδα, Ερευνητική Εργασία, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά.
Παπαϊωάννου, Κ., Κρεμέζη, Α. και Φινέ, Μ. (2001) Το Παραδοσιακό Σπίτι στο Αιγαίο, Αθήνα: Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή.
Φιλίππα – Αποστόλου, Μ. (1982) «Πάρος», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα.