«Στις Κυκλάδες έχουμε μια ειδική λέξη για τις επισκέψεις, τις συναντήσεις με φίλους και συγγενείς, τα γεύματα σε μπαλκόνια και ταράτσες. Βεγγερίζουμε» - Πουρνάρα Μ.

Η βεγγέρα

Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.
Οδυσσέας Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος

Είναι πια αργά το απόγευμα. Το φως της ημέρας αρχίζει να φθίνει και μια γλυκιά δροσούλα αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Ήρθε η ώρα για «βεγγέρα» …μια συνήθεια που χάνεται λόγω της ριζικής αλλαγής του τρόπου ζωής των ανθρώπων. Εκεί περίπου που ξεκινά η μαγική ή αλλιώς «χρυσή ώρα», ο ήλιος βρίσκεται πολύ χαμηλά στον ουρανό και δημιουργεί ένα μαλακό, διάχυτο φως, μια γλυκιά και ζεστή λάμψη που εξομαλύνει τις αντιθέσεις και δημιουργεί ήπιες, μακριές σκιές.

Είναι όμως και η ώρα της επιστροφής από τον κάματο της ημέρας, που σηματοδοτεί την έναρξη της ανάπαυλας, της κοινωνικής συναναστροφής, του παιχνιδιού αλλά και των ρομαντικών ραντεβού…

«Είναι εκείνη η ώρα που αποκτά οντότητα μόνο το καλοκαίρι: όταν δύει ο ήλιος και η διεσταλμένη ημέρα ξεβάφει μέσα στη νύχτα. Στις Κυκλάδες έχουμε μια ειδική λέξη για τις επισκέψεις, τις συναντήσεις με φίλους και συγγενείς, τα γεύματα σε μπαλκόνια και ταράτσες. Βεγγερίζουμε» (Πουρνάρα, 2016).

Βεγγέρες λοιπόν, λέγονται οι συναντήσεις που γίνονται παραδοσιακά στις γειτονιές, στις πεζούλες ή όταν έχει κρύο μέσα στα σπίτια, και συνηθίζονται ακόμα και σήμερα.
«Το καλοκαίρι βγαίναμε στις πεζούλες, γι’ αυτό υπάρχουν οι πεζούλες έξω από τα σπίτια στο χωριό. Η πεζούλα δεν είναι σπίτι, δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, στο δρόμο ήταν και χτίστηκε για να κάθεται ο κόσμος και να βεγγεριάζει το βράδυ. Καθόντουσαν εκεί για να περάσει η ώρα. Αν δεν είχε σκοτεινιάσει, κάνανε την δουλειά τους, φέρνανε τα εργαλεία τους και έκαναν τα εργόχειρα τους ή το δίχτυ για το ψάρεμα», θυμάται η Σοφία Κεφάλα.

Στη Μάρπησσα, αργά το απόγευμα, «οι άντρες πήγαιναν στο καφενείο και τις ταβέρνες, και οι γυναίκες έβγαζαν έξω τις κουρελούδες και κάθονταν με τις γειτόνισσες να αποσπερίσουν. Κουβέντιαζαν, έλεγαν τα νέα τους και, ό,τι είχε η κάθε νοικοκυρά, το έβγαζε. Έφτιαχναν γιαούρτι, ρυζόγαλο και άλλα κεράσματα».
Η κυρία Ζαφείρα θυμάται «…ρωτούσαν τη μαμά μου, ― Μαρουσάκι, έφτιαξες κανά γιαουρτάκι;»

Παλιότερα, προέκυπταν συνήθως αυθόρμητα μετά το φαγητό…
«Οι γυναίκες έπαιρναν το πλεκτό τους και πήγαιναν στη γειτόνισσα να κάνουν λίγο βεγγέρα…»

Άλλες φορές πάλι, είχαν πιο επίσημο χαρακτήρα κι έπαιρναν τη μορφή προγραμματισμένης επίσκεψης που αντάλλασσαν οι κάτοικοι του χωριού τα Σαββατοκύριακα ή τις εορταστικές μέρες. Μάλιστα, «επισκέπτονταν κυρίως αυτούς που είχαν μια κοινωνική θέση μέσα στο χωριό, τον γιατρό, τον πρόεδρο και τους πιο μορφωμένους, γιατί αυτοί είχαν πληροφορίες για τις τράπεζες, την πολιτική και ό,τι άλλο τους ενδιέφερε».

Σε κάθε περίπτωση η βεγγέρα ήταν μια σημαντική και πολύτιμη στιγμή της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής των κατοίκων. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που αναφέρεται σε μια κυρία που έμενε στο χωριό τη δεκαετία του ’30, η οποία πριν πάει επίσκεψη στη φίλη της, έστελνε γραπτή ειδοποίηση για επικείμενη επίσκεψη, γράφοντας τα εξής: Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος θα σας επισκεφτώ το απόγευμα, στις έξι. Η φίλη της έμενε ακριβώς απέναντι!

Η «βεγγέρα» και η «αποσπερνιά» με τα λόγια του Ζαχαρία Στέλλα

Βεγγέρα είναι η φιλική ή γειτονική σύναξη (και συντροφικότητα) που γίνεται για παρέγια τω δ’λειώ (στις δούλεψες τις βραδινές). Εκεί, κάποια κερά πλέκει, άλλη κολομπαλώνει το βρατσί τ’ αντρούζη τ’ς, άλλη παστρεύγει καρποί, άλλη ξεβαβουλίζει (ξεχωρίζει το μπαμπάκι από τους κάλυκές του), και άλλος τσαγκαρεύγει τα ζευγαδοπάπουτσά του. Και ό,τι άλλο μπορεί να δ’λεύγεται στις τέτοιες ώρες και περίπτωσες, τω μακριώ ν’χτώ τ’ χ’μώνα (2005, σ. 71).

Αποσπερνιά είναι η βραδινή συντροφική δουλειά. Με επέκταση, αποσπερνιά, εννοούντουσαν και λεγόντουσαν και όλοι οι ανομάτοι της παρέας, το σύνολο της μαζεμένης συντροφιάς ετούτων των βραδιών (2005, σ. 36).

Πηγές

Αρχείο Σωματείου «Διαδρομές στη Μάρπησσα».

Πουρνάρα, Μ. (2016) «Άνδρος: Η ελληνική βεγγέρα του θέρους», Καθημερινή, 17 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: www.kathimerini.gr [15-03-2019].

Στέλλας, Ζ. (2005) Της Πάρος ζουγραφιές ατσούμπαλες, Μύθια Παραμύθια και άλλα λαογραφικά και γλωσσικά, Αθήνα: χ.ε.

Ευχαριστούμε θερμά τους Σοφία Κεφάλα, Καίτη Πάστρα, Εμμανουήλ Τσιγώνια, Στέφανο (Στεφανή) Φραντζή και Ζαφείρα Φραντζή – Βιτζηλαίου για τις πληροφορίες και την πολύτιμη βοήθειά τους.

Φωτογραφίες

Σχετικά άρθρα