Κι όλα τα σπίτια έχουν γιορτή, τραπέζι έχουν στρωμένο,
Και με χαρούμενη καρδιά φιλοξενούν τον ξένο.
(Βασιλεία Καφούρου – Ασωνίτη, Το Χωριό μου)
Η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα και η αγάπη είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τα κοινά γλέντια και τις γιορτές. Φιλόξενοι και κοινωνικοί οι Παριανοί, μοιράζονται με τους συντοπίτες τους την καθημερινότητά τους και τα ξεχωριστά γεγονότα της ζωής. Πριν την ανάπτυξη του τουρισμού οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ήταν πιο συνεκτικές. Οι Παριανοί άνοιγαν τα σπίτια τους και κερνούσαν όλους όσους έρχονταν να ευχηθούν στις ονομαστικές γιορτές ή να συμμετάσχουν στη χαρά του αρραβώνα, του γάμου, της βάπτισης. Αντίστοιχα, οι συγχωριανοί τους ένιωθαν το χρέος να πάνε να ευχηθούν στους εορτάζοντες, να κεραστούν και να χορέψουν.
Η Κ. Ραγκούση – Κοντογιώργου (2004) αναφέρει ότι πρώτα έβγαινε ο παπάς να ευχηθεί, μετά οι άντρες μέχρι το μεσημέρι και το απόγευμα έβγαιναν οι γυναίκες. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, οι επισκέψεις γίνονταν από σπίτι σε σπίτι από ανδρόγυνα, άνδρες και γυναίκες το απόγευμα και συνήθως κατέληγαν στο σπίτι του πιο “κοντινού” συγγενή ή φίλου.
Οι ετοιμασίες ξεκινούσαν μέρες πριν, με το καθάρισμα και το γαλάκτισμα (ασβέστωμα) στα αυλιδάκια, τις πεζούλες και τους τοίχους των σπιτιών. Από τα πηγάδια του χωριού μετέφεραν νερό σε στάμνες ή τενεκέδες, που κάποιες φορές το διατηρούσαν δροσερό βυθίζοντας μπουκάλες σε καλάθια μέσα στο πηγάδι/ στέρνα του σπιτιού τους. Τα πηγάδια ηταν τρία, ο Μπούγαδος, ο Μάκρωνας και ο Τζιπίδος ή Τζ(σ)ιπιδιώτης.
Οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί και ετοίμαζαν γλυκά και αλμυρά κεράσματα. Ρωτούσαν τους επισκέπτες “έρχεστε από κρασί ή από γλυκό;” και τους κερνούσαν ανάλογα. Τρατάριζαν γλυκό του κουταλιού, σταφύλι ή βύσσινο, παραδοσιακά αμυγδαλωτά, σπιτικό γλυκό ποτό (βυσσινάδα, βερίκοκο) που πάντα φρόντιζαν να έχουν στο ντουλάπι, υποβρύχιο (βανίλια) με δροσερό νερό από τη στάμνα και αργότερα από το ψυγείο πάγου. «Να μη σάς αποστρέψω, να μην σας αρνηθώ και σας προσβάλλω…» ήταν η απάντηση στο κέρασμα.
Το τρατάρισμα από τον Ζαχαρία Στέλλα:
Είχανε ένα δοχείο, το γκεσέ, κι είχανε βάλει μέσα όλα μαζί τα παστρικά κουταλάκια του γλυκού˙ τα κιεσεδοχούλιαρα (ή τα κιεσεδοκούταλα). Όποια πρόσφερε το κέρασμα (σταφύλι, κυδώνι κ.λπ.) «πάαινε με το δίσκο στο γκαθανεί αμπροστ’νά τσαι στη γκαθαμνιά» κι’ αυτός ή αυτή έπαιρε μοναχός του ένα κιεσεδοχούλιαρο, «ήβαζε γλυκό από τη σετότσουπα ή σοτόκουπα (μεγάλη κούπα, γάστρινη, του σετ· αυτή που είχε το γλυκό)». Τό ‘τρωγε, και έριχνε το κιεσεδοχούλιαρο στην ανερότσουπα (άλλη κούπα, με νερό). Μια άλλη, δίπλα της, το έβγαζε αμέσως από το νερό, το σκούπιζε με παστρικιά πετσέτα και το ξανατοποθετούσε με τα παστρικά, για να το χρησιμοποιήσει ο επόμενος. Μόδος (τρόπος) ιδιαίτερα εξυπηρετικός σε πολυκοσμία (βάφτιση, γάμο, γιορτάσι) με τα μετρημένα κιεσεδοχούλιαρα· τόσα λίγα τα είχανε. (Στέλλας, 2004, σ. 135-136)
Στη μέση της σάλας έστρωναν το τετράγωνο τραπέζι της μέσης, με το καλό ταβλομάντηλο και μαχαιροπήρουνα. Τα κεράσματα ήταν από τα κτήματά τους ανάλογα την εποχή: κρέας από σφαχτά της οικογένειας, αρνιά, κότες, περιστέρια, τοπικά τυριά, ξινομυζήθρα, κεφαλοτύρι, τουλουμοτύρι, ανθότυρο.
Η Μαρία Τσαντουλή θυμάται:
«Ξεκινούσαν φίλοι του συζύγου μου από την Αγκαιριά με τουμπάκι και τσαμπούνα και μέχρι να φτάσουν σπίτι στο Δρυό, το τραπέζι είχε στρωθεί…»
Οι συγκεντρώσεις αυτές ήταν μια καλή ευκαιρία να δείξει ο καθένας το ταλέντο του… Άλλος ήταν καλός στα ανέκδοτα, άλλος στις ιστορίες, αληθινές ή φανταστικές, άλλος στα πειράγματα ή στο τραγούδι κι άλλος «ζβρολόηζε μπάλο» (στριφογύριζε πολύ στον μπάλο). Οι μουσικοί πληρώνονταν από τους γλεντιστές, οι οποίοι χόρευαν τις παραγγελιές τους.
Όταν η διάθεση της παρέας ανέβαινε, ακολουθούσε τραγούδι και χορός, και όσοι συγγενείς ή φίλοι της οικογένειας μπορούσαν, έπαιζαν μουσικά όργανα. Στα σπιτικά γλέντια το χορό άνοιγε συνήθως ο οικοδεσπότης ή ο πιο καλός χορευτής και το τραγούδι ξεκινούσαν οι μουσικοί ή όποιος ήταν καλλίφωνος και μερακλής.
Εκτός από τις ημέρες εορτών, σπίτια με μεγάλες σάλες στη Μάρπησσα, όπως της Παρασκευής Τζιώτη της Λαγκαδιανής, της Κατίνας Πουλίου της Καλαματιανής και της Μίνας Ανουσάκη του Κουρέλα φιλοξενούσαν κοινωνικές συγκεντρώσεις και γλέντια. Το πρωί της ίδιας μέρας, που συνήθως ήταν Σάββατο ή Κυριακή, έβγαινε ο ντελάλης κι ενημέρωνε σε ποιο σπίτι θα παίξουν τα όργανα. Αργότερα, γλέντια γίνονταν και στην Αγροτολέσχη.
Η μεγαλύτερη διασκέδαση γινόταν στο “χοροδιδασκαλείο” της Μάρπησσας.[…] Η κυρά Βασιλική η Τζιώτη, που τη φώναζαν και Λαγκαδιανή, προπολεμικά αλλά και μετά τον πόλεμο, διέθετε τη μεγάλη σάλα του σπιτιού της και τα Σαββατοκύριακα στήνανε χορό και βρίσκανε την ευκαιρία οι πρωτάρηδες (οι αχόρευτοι), να μάθουν χορό, υπό τους ήχους της τζαμπούνας και του τουμπακιού. […] Αργότερα, η κυρά Βασιλική ξανοίχτηκε και καλούσε συγκροτήματα, τον Κοϊντέμη και τον Βιτζιλαίο, καθώς και το συγκρότημα των Αγγελήδων. Όταν έπαιζε ο Αντώνης ο Μηλέος απ’ τα Μάρμαρα (Κοϊντέμης) το “αρμενάκι”… λιγοθυμούσες. (Ραγκούση – Κοντογιώργου, 2004, σ. 408)
Πηγές
Αρχείο Σωματείου «Διαδρομές στη Μάρπησσα».
Ραγκούση-Κοντογιώργου, Κ. (2004). Πάρος και Αντίπαρος: το εικονοστάσι της ψυχής μου. Πάρος: Ανθέμιον.
Στέλλας, Ζ. (2004). της ΠάΡΟΣ, ζουγραφιές ατσούμπαλες, ΑΗΘΕΙέΣ και άλλα λαογραφικά και γλωσσικά. Αθήνα: χ.ε.
Ευχαριστούμε θερμά τους Κατίνα Αλιπράντη-Αναστασιάδου, Νικήτα Αλιπράντη, Νικόλα Τσιγώνια (Μπούτση), Σοφία Κεφάλα, Μαργαρίτα Μαλαματένιου, Καίτη Πάστρα, Φανούρη Πετρόπουλο, Μαρία Τσαντουλή, Μπέττυ Τσαντουλή – Στέλλα, Ζαφείρα Φραντζή-Βιτζηλαίου για τις πληροφορίες και την πολύτιμη βοήθειά τους.