Απόκριες στη Μάρπησσα
Ήφτασα’ νοί απόκριγιες, κοντεύγει δά τσ’ η Λάμπρα (43).
Ζαχαρίας Στέλλας. ΠάΡΟΣ, ζουγραφιές ατσούμπαλες, ΜύΘΙΑ ΠΑΡΑΜύΘΙΑ και άλλα λαογραφικά και γλωσσικά
Μέσα «στη χαρά τσαι στη ξεφάντωση» (Στέλλας, 2005, σ. 44) γιορτάζονταν οι Απόκριες στη Μάρπησσα. Από τον καιρό που άνοιγε το τριώδιο, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, έως και την Κυριακή της Αποκριάς, όταν έπεφτε το φως, παρέες μασκαρεμένων γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδούσαν, έκαναν πειράγματα και διασκέδαζαν.
«Το βράδυ στις 7, που είναι σκοτεινά, έβγαιναν όσοι τους άρεσαν τα μασκαρέματα και πείραζαν, μιλούσαν, χωρίς να τους πάρεις χαμπάρι» (Φλώρα Ανουσάκη).
Οι ενδυμασίες ήταν ποικίλες και αυτοσχέδιες, κυρίως από ρούχα, αξεσουάρ και αντικείμενα που έβρισκαν σε κάθε νοικοκυριό. Φρόντιζαν να καλύπτουν το πρόσωπό τους και κρυμμένοι πίσω από την ασφάλεια της ανωνυμίας μπορούσαν να εκφραστούν πιο ελεύθερα και να πειράξουν τους συγχωριανούς τους, όπως επιβάλλει το πνεύμα της Αποκριάς.
Στόχος της μεταμφίεσης ήταν να μην αναγνωριστεί η πραγματική ταυτότητα του μασκαρά.
«Η αδερφή μου, η Αργυρώ, ήταν τόσο καλή στις μεταμφιέσεις που όλοι είχαν να το λένε. Μια χρονιά φόρεσε παλιά ρούχα του πατέρα, βγήκε από την πίσω πόρτα και εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού μας, μασκαρεμένη, μαζί με ένα φίλο της. Μπήκε στο σπίτι, μίλησε με τους γονείς μας αλλάζοντας τη φωνή της, κι εκείνοι δεν τη γνώρισαν. Όταν αργότερα επέστρεψε, τους άκουσε να λένε για τον παράξενο μασκαρά που δε μπόρεσαν να αναγνωρίσουν» (Κατίνα Αλιπράντη).
«Μια φορά πήγα να βγάλω τη μάσκα, να έτσι, -νόμιζα ότι μασκαρεμένη ήταν η ξαδέρφη μου- κι έπεσαν πάνω μου με ένα καλάμι, έφαγα ξύλο… Ποτέ μη διανοηθείς να πειράξεις μάσκαρο» (Σπύρος Τσιγώνιας).
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς το γλέντι φούντωνε στο χωριό με τους μασκαρεμένους να γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και από ταράτσα σε ταράτσα, πριν καταλήξουν στις πλατείες και στις ταβέρνες. Οι νοικοκύρηδες άνοιγαν τα σπίτια τους στον ερχομό των μασκαράδων και έβγαζαν τα «ραβιόλια ή ραφιόλια» (πιτάκια τηγανητά με γλυκιά μυζήθρα και μέλι ή ζάχαρη και κανέλα), χαρακτηριστικό κέρασμα της περιόδου, το «γλυκό, γλυούδι» όπως το αναφέρει και ο Ζαχαρίας Στέλλας.
Οι «Απόκριοι», οι γλεντιστές δηλαδή, ξεκινούσαν το τραγούδι με αυτοσχέδια δίστιχα και πειράγματα στον σπιτονοικοκύρη και χόρευαν τον Αγέρανο που είχε την τιμητική του εκείνη την περίοδο:
“Άρχισε γλώσσα μ’ , άρχισε, τραγούδια ν’ αραδιάζεις
και την καλή παρέα μου να τηνε διασκεδάζεις…”
Στον Αγέρανο, οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους ή και αγκαλιαστά, σχηματίζοντας κύκλο και επαναλαμβάνουν τα δίστιχα χορεύοντας. Ο χορός αυτός εντοπίζεται από την αρχαιότητα και κατά τον Πλούταρχο προέρχεται από τη Δήλο, όπου χορεύτηκε από τον Θησέα με νέους και νέες γύρω από τον κεράτινο βωμό, επιστρέφοντας από την Κρήτη αφού σκότωσε τον Μινώταυρο. Κατά τον Αγέρανο, οι ερωτευμένοι μπορούσαν να εκφράσουν με στιχάκια τα αισθήματα τους προς το πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρονταν με τρόπο συγκεκαλυμμένο.
“Περάσανε οι Αποκριές κι ήρθαν οι Τυρινάδες, ήρθε και η Σαρακοστή με τις εφτά βδομάδες.”
Χόρευαν και άλλα τραγούδια σε σκοπό καλαματιανό, όπως το τραγούδι «Μηλίτσα που ‘σαι στο γκρεμνό» ή «Μια κόρη ρόδα μάζευε», αλλά και το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι», γνωστό αποκριάτικο τραγούδι που συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στην Πάρο, δεν έλειπαν και τα σατιρικά στιχάκια. Την περίοδο αυτή συναντάμε τραγούδια που δίνουν μια κωμική αντίληψη της αγάπης:
“…Μια γριά μονοντοντού, άντρα γύρευε η πορδού
Μ’ όλα τα γεράματά της άντρα γύρευε η καρδιά της
Μια μέρα που μαγείρευε πράσα με το βούτυρο
Αχ, της ήρθε μια βοή, για να πα’ να παντρευτεί
Στο δρόμο που επήγαινε αντάμωσε ένα γέρο
Για το γέρο θα αγκαλιάσω, για τον κόσμο θα χαλάσω…”
Ο αυθορμητισμός των Παριανών δεν τους εμπόδιζε ακόμη να μεταφέρουν και περισσότερες λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή ενός ζευγαριού, διακωμωδώντας τις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων ή τις «ασυμβατότητες» μεταξύ των δύο φύλων στη θεώρηση των πραγμάτων:
“Στης ακρίβειας τον καιρό ζήλεψα να παντρευτώ
Και μου ‘δώσαν μια γυναίκα που’ τρωγε για πέντε δέκα
Θέλω άντρα μου καπέλο γύρω γύρω με το βέλο
θέλω άντρα μου γοβάκι γύρω γύρω με φιογκάκι.”
Την Καθαρά Δευτέρα πετούσαν τον χαρταετό στο Αντιληγάδι και στο Πίσω Λιβάδι. Τα κυριότερα σαρακοστιανά φαγητά ήταν η ελιά, οι χαλβάδες, η ταραμοσαλάτα, η λαγάνα και τα θαλασσινά.
Ο Αθανάσιος Κατσελίδης στη «Φωνή της Πάρου» (φ. 61, Απρίλιος 1951) αναφέρει:
Τὴν Καθαρὰν Δευτέραν μετέβησαν εἰς Πίσω Λειβάδι ὑπὲρ τὰ 500 ἄτομα ἐκ Παροικίας Λευκῶν καὶ τῶν πέριξ αγροκατοικιῶν διὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ κούλουμα. Τὰ καφενεῖα καὶ τὰ καταστήματα πλήρη φαγητῶν ἐδέχθησαν τοὺς ἑορτάζοντας οἱ ὁποῖοι ἔμειναν τόσον εὐχαριστημένοι, ὥστε ὄχι μόνον τὸ γλέντι νὰ διαρκέση μέχρι τοῦ μεσονυχτίου ὑπὸ τὴν συνοδείαν τῶν ἐγχωρίων ὀργάνων, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ νὰ διανυκτερεύσουν ἀναχωρήσαντες τὴν ἑπομένην.
Πηγές
Αρχείο Σωματείου «Διαδρομές στη Μάρπησσα».
Κατσελίδης, Α. (1951) «Τα κούλουμα στο Π. Λειβάδι», Η Φωνή της Πάρου, φ. 61, Απρίλιος, σ. 2
Στέλλας, Ζ. (2005) ΠάΡΟΣ, ζουγραφιές ατσούμπαλες, ΜύΘΙΑ ΠΑΡΑΜύΘΙΑ. Αθήνα:χ.ε.
Φραγκούλη, Δ. (2009) Ρίζες Ελλήνων Ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας, Νησιώτες: Νότιο Αιγαίο. Αθήνα: Πήγασος Εκδοτική Α.Ε.
Απόκριες στη Νάουσα της Πάρου, απόσπασμα από την εκπομπή της ΕΤ-1 “…σε όλη την Ελλάδα” – “ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ” (2011) Αρχείο της ΕΡΤ. Διαθέσιμο εδώ.
Ευχαριστούμε θερμά τους Κατίνα Αλιπράντη, Φλώρα Ανουσάκη, Σπύρο Τσιγώνια για τις πληροφορίες και την πολύτιμη βοήθειά τους.