Τα πανηγύρια της Πάρου
«Δώστε τού χορού τσ’άς πάει,
τσ’ή νυχτιά έναι μεγάλη, μάς αποκρατεί»
Ζαχαρίας Στέλλας, της ΠάΡΟΣ, ζουγραφιές ατσούμπαλες, ΜύΘΙΑ ΠΑΡΑΜύΘΙΑ και άλλα λαογραφικά και γλωσσικά
Η παράδοση των πανηγυριών είναι αλληλένδετη με τις πολυάριθμες θρησκευτικές γιορτές στον κύκλο του χρόνου. Κάθε χωριό έχει τη δική του γιορτή, που συνδέεται με τον ενοριακό ναό του και την εορτή του Αγίου στον οποίο αυτός είναι αφιερωμένος.
Στις Κυκλάδες, τα μικρά εκκλησάκια εντός και εκτός οικισμού, γιορτάζουν και αυτά με τη φροντίδα της οικογένειας που τα έχει αναλάβει. Η οικογένεια που είναι υπεύθυνη για την εκκλησία που γιορτάζει, προετοιμάζεται έγκαιρα για την ημέρα αυτή. Μεριμνά για την καθαριότητα, ασβεστώνει, γυαλίζει τα μανουάλια. Την παραμονή, στολίζει τον Σταυρό και την εικόνα του Αγίου που τιμά, με λουλούδια από τους κήπους. Επίσης, στολίζει την πόρτα και τον εξωτερικό χώρο και σκορπίζει στο δρόμο της εκκλησιάς «μυριστικά» (μυρτιές, ρίγανη, θυμάρι και φασκόμηλο). Ανήμερα της γιορτής, μετά τη λειτουργία, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας που γιορτάζει, προσφέρονται κεράσματα στους παρευρισκομένους.
Στις μεγάλες γιορτές της Πάρου, οι κάτοικοι συμμετέχουν ενεργά στους εορτασμούς, που αποτελούν σημαντική ευκαιρία για κοινωνικοποίηση. Οι μεγαλύτερες γιορτές στο νησί είναι οι εξής:
- Του Άη Γιάννη του Θεολόγου, στις 8 Μαΐου στον Δρυό
- Της Αναλήψεως, στο Πίσω Λιβάδι
- Της Αγίας Τριάδας, στις Λεύκες
- Του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου στον Πρόδρομο
- Του Αγίου Παντελεήμονα, στις 27 Ιουλίου στον Κώστο
- Της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (“του Χριστού”), στις 6 Αυγούστου στη Μάρπησσα
- Της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τον Δεκαπενταύγουστο στην Παροικιά
- Της Παναγίας Φανερωμένης, στις 23 Αυγούστου στη Νάουσα
- Του Αγίου Φανουρίου, στις 27 Αυγούστου στον Αμπελά
- Του γενέθλιου της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου στην Πέρα Παναγιά στα Μάρμαρα
Το πανηγύρι αποτελεί αφορμή για τους κατοίκους του κάθε χωριού, αλλά και όλου του νησιού, να συναντηθούν, να επικοινωνήσουν και να συμμετάσχουν στο γλέντι. Ο εορτασμός πραγματοποιείται μετά τον πανηγυρικό εσπερινό, ή και ανήμερα της γιορτής. Παλαιότερα, οι παρέες πήγαιναν, είτε πεζοί, είτε με μουλάρια, στο μέρος που γινόταν το πανηγύρι και πολλές φορές διανυκτέρευαν σε σπίτια φίλων και συγγενών για να επιστρέψουν την επόμενη μέρα. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται τα πανηγύρια που γίνονταν μεσημέρι, όταν δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα. Μετά την ηλεκτροδότηση, άρχισαν να πραγματοποιούνται κυρίως το βράδυ.
Στην εφημερίδα «Αιγαίον», φ.263, 1907, ο ανταποκριτής της Πάρου αναφέρεται στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος στον Κώστο: «Το απόγευμα και καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα, εγχώριοι χοροί, υπό τον ήχον των βιολίων και κάπου κάπου και καμιά πολκίτσα, συγκεντροί εις τα φιλόξενα του Κώστου σπήτια την νεολαίαν των προσκυνητών».
Στα «Κυκλαδικά Νέα», φ.20, 1935: «Με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια και αρκετήν συρροήν προσκυνητών από όλα τα χωριά, εωρτάσθη η πανήγυρις του Αγίου Ιωάννου στο φιλόξενο και φίλεργο χωριό του Δραγουλά. Μετά την λιτανείαν οι οι ξένοι εκρατήθησαν εις τα διάφορα φιλόξενα σπίτια του χωριού, όπου υπήρχεν άφθονον μπαρμπούνι ψάρι και σιταρένιο ψωμί».
Στην εφημερίδα «Φωνή της Πάρου», φ.1, 1945, διαβάζουμε ανταπόκριση από τις Λεύκες: «Τα πανηγύρια και τα γλέντια ξαναζωντάνεψαν όπως και πριν του πολέμου. Τα εγχώρια όργανα δηλαδή τα τουμπάκια, τα βιολιά και οι λατέρνες ήσαν όλα εις την ημερήσιαν διάταξιν – δεν σταματούσαν καθόλου. Πολλές φορές τα γλέντια ήσαν διαρκείας από τη μια νύχτα στην άλλη. Αυτό βέβαια ημείς το θεωρούμεν ως κατάχρησιν, ως εξαντλητικόν των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου. Αλλ’ οπώς μανθάνομεν ήτο τόσο άφθονο και εκλεκτόν το κρασί και υπήρχε τόση ποικιλία και αφθονία φαγητών και μεζέδων (πουλερικά, αυγά, γουρουνόπουλα, ψάρια, τυριά και φρούτα), ώστε οι υιοί του Βάκχου κατόπιν των τόσων στερήσεων και πείνης να δικαιούνται επιεικεστέρας κρίσεως».
Αν και σήμερα στην Πάρο τα πανηγύρια οργανώνονται πλέον από τις κοινότητες στις πλατείες, έχουν αφήσει εποχή τα γλέντια που γίνονταν στις ταβέρνες του χωριού. Η Μαργαρίτα Μαλαματένιου θυμάται τις ταβέρνες στη Μάρπησσα: «στο Πεύκο, του Δήμα και του Γιαννακάκια, και η καλοκαιρινή ταβέρνα του «Μιλτιάδη», στον δρόμο κοντά στους Κάτω Μύλους, όπου δίπλα υπήρχε περιβόλι κι έβγαζαν τραπέζια. Eπίσης, στον Άγιο Νικόλα στο κέντρο του χωριού και στο σημερινό χώρο στάθμευσης στην παλιά δεξαμενή (Πάνω Μύλοι)». Γύρω στο 1952-55 υπήρχαν οχτώ ταβέρνες στη Μάρπησσα.
«Τα βιολιά»…
Τις γιορτές και τα γλέντια συνόδευαν όσοι ήξεραν να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο σε κάθε χωριό, αλλά υπήρχαν και κομπανίες που γύριζαν όλο το νησί.
Κατά την περίοδο 1920-1970 στις μουσικές ορχήστρες του νησιού, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο το κλαρίνο ως βασικό όργανο και όχι το βιολί, πιθανώς λόγω δεξιοτεχνίας συγκεκριμένων μουσικών. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα εξής ονόματα:
- ο «Νιότης», ήταν ο πρώτος που διέδωσε το κλαρίνο στο νησί
- ο Μανώλης Ραγκούσης από τις Λεύκες, κλαρίνο
- ο Τάσος Ραγκούσης από τις Λεύκες, βιολί και σαντούρι
- ο Νικόλας Βιντζηλαίος από το Άσπρο Χωριό, κλαρίνο
- ο Νίκος Μπόνης από το Πίσω Λιβάδι, ακορντεόν
- ο Αντώνης Τσιγώνιας (Αγγελής) από τη Μάρπησσα, κλαρίνο
- ο Θανάσης Τσιγώνιας (Αγγελής) από τη Μάρπησσα, λαούτο
- ο Δημήτρης Τσιγώνιας (Αγγελής) από τη Μάρπησσα, σαντούρι
- ο Μανώλης Πράσινος στη Νάουσα, βιολί και σαντούρι
- ο Δημοσθένης Σκιαδάς από τη Νάουσα, κλαρίνο
- ο Μιχάλης Βαρμπαξίδης ή «Σαμιώτης», κιθάρα και ακορντεόν
- ο Νίκος Τσιγώνιας και ο Γιάννης Τσιγώνιας από τη Μάρπησσα, τσαμπούνα και τουμπάκι
Τα τελευταία χρόνια και μετά το 1990 περίπου, στα μεγάλα πανηγύρια που γίνονται πλέον στις πλατείες, την ορχήστρα και την τροφοδοσία αναλαμβάνει η Κοινότητα και ο Δήμος.
«Παραγγελιά» (ή χορός με αριθμό προτεραιότητας)
Η διαδικασία με την οποία εξελισσόταν ο χορός δεν ήταν τυχαία: Οι μουσικοί πληρώνονταν από τους γλεντιστές και η σειρά με την οποία χόρευαν καθοριζόταν από τα χαρτάκια με τις παραγγελίες που είχαν δώσει νωρίτερα στους οργανοπαίχτες.
Όπγοιος χορεύγει, ‘πί το πλήθος (επί το πλείστον) κόβγει ρόμπες (γυρίζει γύρω γύρω). Τις έλεγαν και «φυλλάδες ή φλάδες» από τη φυλλάδα/φλάδα (πικροδάφνη): Για να κόψεις το «λουμί» της χρειάζεται να το στριφογυρίσεις με καπάτσο και γερά…
Ζαχαρίας Στέλλας, της ΠάΡΟΣ, ζουγραφιές ατσούμπαλες, ΜύΘΙΑ ΠΑΡΑΜύΘΙΑ και άλλα λαογραφικά και γλωσσικά
Το παναύρι τσ’ή γιορτή… Ρόμπες, στρούφλες και γυρισές!
Από τα πιο δημοφιλή ακούσματα των γλεντιών ήταν το ‘Καναρίνι μου γλυκό’, ο ‘Μάουκας’, ‘Εγώ είμαι ενός ψαρά παιδί’, ‘Στο μπόι σου κυρά μου’, Άγιο Θοδωρίτισσα’, ‘Η κλωσσού’. Οι χοροί των ντόπιων ήταν το καλαματιανό, ο συρτός και ο μπάλος, ενώ ο τσαμπουνιστός μπάλος ξεσήκωνε τους χορευτές σε στριφογυρίσματα. Μαρτυρίες αναφέρουν ταλαντούχους χορευτές της Μάρπησσας: τη Φλώρα Ανουσάκη, τον Κωστάκη Αλιπράντη, τον Νικόλα Τσιγώνια (Μπούτση), τον Μανώλη Ασωνίτη (Ψαροπούλα), τον Μανώλη Τσιγώνια (Κούναδο), τον Άγγελο Τσιγώνια. Στο χορευτικό ρεπερτόριο των γλεντιών, παλαιότερα, είχαν ενταχθεί και οι ευρωπαϊκοί χοροί, (τανγκό, φοξ ανγκλέ, βαλς κ.λ.π.) ενώ, οι άντρες χόρευαν και βουλγάρικο ή μπουλγάρικο, τοπική απόδοση γρήγορου χασάπικου με τσαμπούνα.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των τραγουδισμάτων ήταν ο αυτοσχεδιασμός. Ο Στέφανος Φραντζής (Καλκούνας) και ο Αντώνης Τσιγώνιας, άφησαν εποχή με τα αυτοσχέδια δίστιχα τους, κυρίως κατά το έθιμο του Κλήδωνα, ενώ γύρω στο 1920 αναφέρονται οι αδελφές Γιακουμίνα Τριανταφύλλου και Παρασκευή Τζιώτη.
Πάνω στον χορό και στη διασκέδαση δεν έλειπαν και οι παρεξηγήσεις μεταξύ των παρευρισκομένων:
Θυμάμαι ήμαν τριανταπέντε χρουνών το 1975, στο γλέντι του πανηγυριού στ’ Ανουσάκη και με ζήτησε μια κοπέλα να χορέψω μαζί της. Ήρθε κάποιος και μου είπε να κάτσω πέρα, να μη χορέψω. Παρά λίγο να τον πλακώσω στο ξύλο… με κράτησαν δέκα…
Πολλές φορές, στα γλέντια γίνονταν καβγάδες για τα μάτια μιας κοπέλας. Στο μαγαζί του μπάρμπα Νικήτα του Ασωνίτη, που ήταν μαζί καφενείο και κουρείο, έγινε μεγάλος καβγάς σε γλέντι, περίπου το 1957. Χόρευε ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, η κοπέλα πολύ ωραία από την Παρκιά …κι ένας χωριανός του ’πε κάτσε κάτω να χορέψω την κοπέλα. Άναψε καυγάς, πέσανε τραπέζια, σπάσανε λουξ… (Νικόλας Τσιγώνιας “Μπούτσης”)
Τα πανηγύρια αποτελούν μέρος της παράδοσης και της ταυτότητάς μας. Μπορεί να αλλάζουν ως δυναμικό στοιχείο του πολιτισμού μας, αλλά συνεχίζουν να αποτελούν για πολλούς από εμάς αφορμή να επιστρέφουμε στον τόπο μας και να γνωρίζουμε καλύτερα τις ρίζες μας.
Πηγές
Ανταποκριτής (1935) «Ανταπόκριση: Εκ Πάρου, Κυκλαδικά Νέα, φ. 20, σ. 4
Ανταποκριτής (1945) «Ανταπόκριση: Λεύκες», Η Φωνή της Πάρου, φ. 1, σ. 2
Αρχείο Σωματείου «Διαδρομές στη Μάρπησσα».
Ε.Σ.Μ (1907) «Ανταπόκριση: ΠΑΡΟΣ 1 Αυγούστου 1907», Αιγαίον, φ. 263, σ. 3
Ραγκούση – Κοντογιώργου, Κ. (2004) Πάρος και Αντίπαρος: το εικονοστάσι της ψυχής μου. Πάρος: Ανθέμιον.
Στέλλας, Ζ. (2005) ΠάΡΟΣ, ζουγραφιές ατσούμπαλες, ΜύΘΙΑ ΠΑΡΑΜύΘΙΑ. Αθήνα:χ.ε.
Τσαντάνης, Ν. (2011) Η τσαμπούνα και ο τσαμπουνιέρης στην Πάρο και στη Σύρο, Πτυχιακή Εργασία, ΤΕΙ Ηπείρου, Άρτα.
Ευχαριστούμε θερμά τους Κατίνα Αλιπράντη-Αναστασιάδου, Νικήτα Αλιπράντη, Νικόλα Τσιγώνια (Μπουτση), Σοφία Κεφάλα, Μαργαρίτα Μαλαματένιου, Καίτη Πάστρα, Φανούρη Πετρόπουλο, Μαρία Τσαντουλή, Μπέττυ Τσαντουλή – Στέλλα για την βοήθεια και τις πολύτιμες πληροφορίες τους.